- αναμβατος
- ἀνάμβατοςἀν-άμβᾰτος2не имеющий всадника, не используемый для верховой езды
(ἵππος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἵππος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανάμβατος — ἀνάμβατος, ον (Α) (για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τόν ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»] … Dictionary of Greek
ἀναμβάτους — ἀνάμβατος that one cannot mount masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)